πολυμνήστευτον

πολυμνήστευτον
πολυμνήστευτος
much-wooed
masc/fem acc sg
πολυμνήστευτος
much-wooed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυμνήστευτος — ον, Α (για γυναίκα) αυτή που θέλουν να τήν παντρευθούν πολλοί μνηστήρες, περιζήτητη («περιμάχητον ούσαν καὶ πολυμνήστευτον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνηστευτός (< μνηστεύω), πρβλ. α μνήστευτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”